στεκούμενος

στεκούμενος
η , ο см. στέκαμενος;

§ στα καλά στεκούμενα — ни с того ни с сего


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "στεκούμενος" в других словарях:

  • στεκάμενος — και στεκούμενος, η, ο, Ν 1. αυτός που είναι ακίνητος, ακινητοποιημένος, στάσιμος («στεκάμενα νερά») 2. (κυρίως για ενήλικους) υγιής, γερός, εύρωστος («ο παππούς είναι στεκούμενος ακόμη») 3. φρ. «στα καλά στεκούμενα» στα καλά καθούμενα, ενώ όλα… …   Dictionary of Greek

  • καλοστεκούμενος — και καλοστεκάμενος, η, ο 1. αυτός που έχει καλές, δηλ. στερεές οικονομικές βάσεις, που βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση, εύπορος («καλοστεκούμενος έμπορος») 2. αυτός που διατηρείται καλά από σωματική άποψη, που έχει ισχυρή κράση, ο υγιής… …   Dictionary of Greek

  • στεκάμενος — στεκάμενος, η, ο και στεκούμενος, η, ο αυτός που στέκεται ακίνητος: Κοντά στοχωριό υπάρχουν στεκούμενα νερά που αποτελούν εστίες μόλυνσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»